- θύννου
- θύννοςtunny-fishmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… … Dictionary of Greek
κόπανος — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 80 μ., 2.144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναούσης του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 15 χλμ. ΒΔ της Βέροιας. Αποτελεί έδρα του δήμου Ανθεμίων. Ανάμεσα στον οικισμό του Κ. και στην πόλη της Ναόυσας… … Dictionary of Greek
μαγιάτικος — η, ο, θηλ. και ια [Μάιος]·1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Μάιο ή αυτός που συμβαίνει κατά τον Μάιο 2. (για φυτά) αυτός που ανθίζει τον Μάιο 3. (για ζώα) αυτός που αλιεύεται ή θηρεύεται κατά τον Μάιο 4. το ουδ. ως ουσ. το μαγιάτικο… … Dictionary of Greek
πρημνάς — και πρημάς, άδος, ἡ, Α είδος θύννου, τού ψαριού τόννος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά με διάφορες μορφές: πρημνάς, πρημάς, πρήμη, πρήμνη, πριμαδία, πριμάς, χωρίς να μπορεί να εξακριβωθεί ούτε η αρχαιότητα ούτε η ορθότητά τους] … Dictionary of Greek
πριμαδία — ἡ, Α είδος θύννου, πρημνάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρημνάς] … Dictionary of Greek
σκέπανος — και σκέπινος, ὁ, Α είδος ψαριού, πιθανώς ο θύννος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει την ίδια σημ. με τον τ. κόπανος «είδος ψαριού της οικογένειας τού θύννου» και επομένως μπορεί να αναχθεί στη ρίζα… … Dictionary of Greek
συνοδοντίς — ίδος, ἡ, Α 1. ονομασία μεγάλου θύννου 2. ονομασία ψαριού τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνόδους, οντος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. σφυρ ίς)] … Dictionary of Greek
όρκυς — ὄρκυς, υνος, ὁ (Α) είδος μεγάλου θύννου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek